- αλμάς
- ἁλμάς (-άδος), η (Α) [ἅλμη]η ελιά που διατηρείται σε άλμη, αλμυρή, αλατισμένη, κολυμπάδα (με το ουσιαστικό ελαία, ελάα και απόλυτα, χωρίς αυτό).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁλμάς — salted fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅλμας — ἅλμᾱς , ἅλμη sea water fem acc pl ἅλμᾱς , ἅλμη sea water fem gen sg (doric aeolic) ἅ̱λμᾱς , ἁλμάω become mildewed imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἅλμᾱς , ἁλμάω become mildewed imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλμάδα — ἁλμάς salted fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλμάδας — ἁλμάς salted fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλμάδες — ἁλμάς salted fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλμάδι — ἁλμάς salted fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλμάδος — ἁλμάς salted fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλμάδων — ἁλμάς salted fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλμάσιν — ἁλμάς salted fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλμη — η (Α ἅλμη) (νεοελλ. και άρμη) 1. το θαλασσινό νερό, και ιδιαίτερα το νερό τής αλυκής, που έχει υποστεί μερική εξάτμιση 2. λεπτό στρώμα αλατιού που απομένει στο σώμα ή το έδαφος ύστερα από την εξάτμιση τού θαλασσινού νερού 3. νερό μέσα στο οποίο… … Dictionary of Greek